πρᾶγμα

πρᾶγμα
πρᾶγμα, ατος, τό, [dialect] Ion. [full] πρῆχμα Schwyzer 688 B16, C5 (Chios, v B. C.), GDI5598.4 ([place name] Ephesus); also [full] πρῆγμα Hdt.5.33, al., but Hdt. perh. wrote [full] πρῆχμα, which is v. l. in 1.133 ap.Ath.4.144a (cod. A), and in 3.49,57 (POxy.1619.326,379); cf. πρήχματος οὐχ ὁσίου imitated from Hdt. in Epigr.Gr.1092 ([place name] Erechtheum): ([etym.] πράσσω):—
A deed, act, the concrete of πρᾶξις, but freq. approaching to the abstract sense, Thgn.116, al.; opp. λόγοι, D.2.12, etc.;

πραγμάτων ὀρθὰν ὁδόν Pi.O. 7.46

; γυναίου π. ἐποίει did the act of a woman, D.25.57, cf. 18.24, etc.
II occurrence, matter, affair,

πᾶσαν τελευτὰν πράγματος Pi.O. 13.75

, cf. P.4.278;

τί τοῦδε σοὶ μέτεστι π. λέγε A.Eu.575

, cf. 584;

π. τοιόνδε συνηνείχθη γενέσθαι Hdt.5.33

, cf. 9.92, Th.2.64;

ἐς μέσον σφι προετίθεε τὸ π. Hdt.1.206

;

τί δ' εἰδὼς τοῦδε π. πέρι; S.Aj.747

codd.;

τὸ π. εἰς ὑπέρδεινόν μοι περιέστη D.21.111

; ὁρᾶτε τὸ π., οἷ προελήλυθε κτλ., Id.4.9, cf. 8.7.
2 thing, concrete reality,

ἆρ' ἔστιν αὔλησίς τι π.; Epich.171.1

; opp. ὄνομα, Pl.Cra.391b, 436a, And.4.27;

δύο π . . . τοιάδε, οἷον Κρατύλος καὶ Κρατύλου εἰκών Pl.Cra.432b

; ὡς ἀργαλέον π. ἐστίν c. inf., Ar.Pl.1;

οὐδὲ π. οὐθέν ἐστι παρὰ τὰ μεγέθη . . τὰ αἰσθητὰ κεχωρισμένον Arist. de An.432a3

, cf. Mete.379a32, Ph.226b30, 227b28;

διαμάχονται περὶ τοῦ λευκὸν ἢ μὴ λευκὸν εἶναι τὸ π. Plu.2.1109d

, cf. 1112d;

ἐξ ἀζωΐας καὶ ζωῆς συγκείμενον π. Porph.Sent.21

: pl.,

τῶν π. ἀΐδιος ἔσσα Philol.6

, cf. Democr.164, Arist.Xen.974a25, Pol.1252a24;

τὰ μετέωρα π. Ar.Nu.228

, cf. 250, 741; opp. ὀνόματα, Pl.Cra.39oe, D.9.15.
b contemptuously, thing, creature, κακῷ πράγματι wretched creature, viz. the sophist, Pl.Prt.312c; τούτῳ τῷ π., viz. the demos, Id.Grg.520b;

ὁ δῆμος ἀσταθμητότατον π. D.19.136

; ἄμαχον π., of a woman, X. Cyr.6.1.36.
3 like πρᾶξις 1.2,

ὄφελος 1

, in Hdt., πρῆγμά ἐστι or ἐστί μοι, c. inf., it is advantageous for me,

εὕρισκε π. οἱ εἶναι ἐλαύνειν 1.79

, cf. 4.11: with a neg.,

εὕρισκέ οἱ οὐ π. εἶναι στρατεύεσθαι Id.7.12

: also c. acc. et inf., οὐδὲν ἂν εἴη π. γνώμας ἐμὲ σοὶ ἀποφαίνεσθαι there will be no advantage or need, Id.1.207
; π. ἂν ἦν μοῦνον the only thing needful, Id.7.130.
4 thing of consequence or importance, π. ποιήσασθαι [τι] ib.150;

π. οὐδὲν ἐποιήσαντο Id.6.63

; οὐδὲν π., ὦ Σώκρατες no matter, S., Pl.Grg.447b, cf. E.Med.451;

ὡς . . οὐδὲν ὂν π., εἰ καὶ ἀποθάνοι Pl.Euthphr.4d

; δῆλον ἦν ὅτι π. τι εἴη that there was something the matter, X.An.4.1.17.
b π. ἐστί μοι it concerns me, σφίσι τε καὶ Ἀθηναίοισι εἶναι οὐδὲν π. they had nothing to do with the A., Hdt.5.84, cf. D.18.283; ᾧ μὴ π. μὴ εἰσίναι no admittance except on business, Sammelb.6152.22 (i B. C.): c. gen. rei, οἷς μηδὲν ἦν π. τοῦ πολέμου who were not concerned in the war, Plu.Pomp.65; τὸ σὸν τί ἐστι π.; what is your pursuit or business, what are you about? Pl. Ap.20c, cf. Alc.1.104d.
c μέγα π. a man of consequence, D.35.15;

τὸ μέγα π. ἐν τῇ πόλει Men.Sam.175

; ἦν μέγιστον π. Δημοκήδης παρὰ βασιλέϊ he was made much of by the king, Hdt.3.132; π. μέγα φρέατος a fine large tank, Alex.179.
5 used of a battle, action, affair,

ὡς οἱ σωθέντες ἐκ τοῦ π. ἀπέφυγον X.HG7.1.17

.
6 τὸ π. the love-affair of Harmodius and Aristogeiton, Aeschin.1.132.
7 fact, opp. λόγος, ὄνομα, Arist. Top.146a3, SE175a8;

πρὸς τὸ π. καὶ τὴν ἀλήθειαν Id.Ph.263a17

: pl.,

οὐκ ἐχρῆν τῶν π. τὴν γλῶσσαν ἰσχύειν πλέον E.Hec.1188

.
8 matter in hand, question, Hp.Acut.39;

πρὸς τὸ π. Pl.Men.87a

, Arist.APr.70a32, D.54.26;

διαιρεῖν κατὰ τὸ π. Arist. Pol.1299b18

; ἔξω τοῦ π., v. ἔξω 1.2b.
III in pl., πράγματα,
1 circumstances, affairs,

τὰ ἀνθρωπήϊα π. Hdt.1.207

;

ἐν εἰρήνῃ καὶ ἀγαθοῖς π. Th.3.82

, cf. 1.89; τοῖς π. τέθνηκα τοῖς δ' ἔργοισιν οὔ by circumstances, not by acts, E.Hel.286;

ἐν τοιούτοις π. X.Mem.2.7.2

, An.2.1.16, etc.;

δεινὸς πράγμασι χρῆσθαι D.1.3

, cf. X.HG3.5.1;

τύχη τὰ θνητῶν πράγματ', οὐκ εὐβουλία Chaerem.2

; ἀποτυγχάνειν τῶν π. fail to prosper, X.Mem.4.2.28; the condition of a patient,

τὰ τῶν νοσεύντων π. Hp.Prog.1

(also in sg.,

ἐξαπίνης ὅλῳ τῷ π. μεταβάλλειν Id.Acut. 35

; so also poet.,

ποῦ ποτ' εἰμὶ πράγματος; S.Tr.375

, cf.Aj.314).
2 state-affairs,

τὰ πολιτικὰ π. Pl.Ap.31d

; ἔστ' ἐν ἡμῖν τῆς πόλεως τὰ π. the fortunes of the state, Ar.Lys.32; a state or empire, τὰ Περσικὰ π. the Persian power, Hdt.3.137;

τὰ Περσέων π. Id.7.50

, etc.;

διαπεπόρθηται τὰ Περσῶν π. A.Pers.714

;

ἐν ταῖς ναυσὶ τῶν Ἑλλήνων τὰ π. ἐγένετο Th.1.74

;

μὴ ὥσπερ θεῷ νομίζετ' ἐκείνῳ τὰ παρόντα πεπηγέναι π. ἀθάνατα D.4.8

, cf. 44, etc.;

παρασπάσασθαί τι τῶν ὅλων π. Id.1.3

; of government,

καταλαμβάνειν τὰ π. Hdt.6.39

, cf. Th.3.30 ([voice] Pass.); ἔχειν τὰ π. ib.62,72, cf. Hdt.6.83;

κατέχειν τὰ π. Th.4.2

;

ἐς μέσον Πέρσῃσι καταθεῖναι τὰ π. Hdt.3.80

; οἱ ἐν τοῖς π. those who are in power or office, Th.3.28, D.9.56, Arist.Pol.1307b10;

οἱ ἐπὶ τοῖς π. ὄντες D.9.2

;

οἱ ἐπὶ τῶν π. Id.18.247

, cf. Plb.3.69.4, LXX 1 Ma.3.32; [full] ἐν

τυραννίδι καὶ πλούτῳ καὶ πράγμασι Plu.2.150c

; τριῶν ἀνδρῶν δημοσίων π. ἀποκαταστάσεως, = Lat. triumvir reipublicae constituendae, Sammelb. 4224.2 (i B. C.);

κοινωνοὶ τῶν π. X.HG2.3.17

;

νεώτερα π.

innovations,

Lys.13.6

, Isoc.7.59, etc., cf. Hdt.5.19; but εὐνούστατος τοῖς π. a friend to things as they are, Lys.12.65.
3 fortunes, cause, circumstances, Hdt.7.236, 237;

κοινὰ π. E.IT1062

;

τέρας γὰρ ὁ βίος καὶ τὰ π. ἐστί μου Id.Hel.260

;

ἔρρει τἀμὰ π. X.Smp.1.15

, cf. E.Alc.280: τὰ π. alone, one's all, one's fortunes,

ἐν ᾧπέρ ἐστι πάντα μοι τὰ π. Ar.Ach. 474

; = κτήματα, Hp. (Lex5?) ap.Erot.: in sg.,

φαῦλον γὰρ ἂν εἴη τὸ ἐμὸν π. Pl.Hp.Ma.286e

, cf. Cri.53d, Ap.42a.
4 business, esp. lawbusiness,

πρός τινα Antipho 6.12

, Th.1.128;

οὔτε ἐμαυτοῦ οὔτε ἀλλότρια π. πράξας Lys.12.3

;

δικῶν γὰρ οὐ δέομ' οὐδὲ πραγμάτων Ar.V.1426

;

πράγματα κἀντιγραφάς Id.Nu.471

: metaph. in sg., πονηρὸν τὸ π. ἔχειν to have a bad case, Arist.Rh.1415b22.
5 in bad sense, trouble, annoyance,

ἁπάντων αἰτίους τῶν π. Ar.Ach.310

; πρήγματα ἔχειν, c. part., to have trouble about a thing, Hdt.7.147
, cf. Pl.Tht.174b, etc.;

π. ἔχειν ἐν τῷ δείπνῳ X.Cyr.1.3.4

, etc.;

π. λαμβάνειν Id.Lac.2.9

; π. παρέχειν τινί to cause one trouble, Hdt.1.155, Ar.Pl.20, al.: c. inf., cause one the trouble of doing, Pl.Phd.115a, X.Cyr.4.5.46, Ar.V.313;

πραγμάτων . . ἀπαλλαγείς Id.Ach.269

(lyr.), cf. Pl.Ap.41d, R.406e; ἄνευ πραγμάτων, σὺν πράγμασι, D.1.20, X.An.6.3.6: less freq.in sg.,

μηδὲν πρῆγμα παρέχειν Hdt.7.239

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πράγμα — πράγμα, το και πράμα, το, ατος 1. καθετί που έχει κάποιος. 2. εμπόρευμα: Το πράγμα είναι ακόμα στο τελωνείο. 3. γεγονός, πράξη, λόγος, διαγωγή: Τι πράγματα είναι αυτά που κάνετε; 4. κατάσταση γενικά: Τα πράγματα δεν πάνε καλά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πρᾶγμα — deed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πράγμα — το / πρᾱγμα, ΝΜΑ, και πράμα Ν, και ιων. τ. πρῆχμα και πρῆγμα, Α 1. (σε αντιδιαστολή προς τα πλάσματα τής φαντασίας ή τις λογικές έννοιες) καθετί που υπάρχει, καθετί που έχει αντικειμενική υπόσταση και γίνεται αντιληπτό με τις αισθήσεις 2. (σε… …   Dictionary of Greek

  • Τό πρᾶγμά σου ασφάλιζε καὶ τὸν γείτονά σου κλέπτην μὴν τὰν κάμης. — См. Плохо не клади, в грех не вводи …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • πρᾶγμ' — πρᾶγμα , πρᾶγμα deed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρῆγμα — πρᾶγμα deed neut nom/voc/acc sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • вещь — ВЕЩ|Ь (1186), И с. 1.Вещь, предмет обихода; собир. имущество: иже и помалоу. имениѥ и б҃аство и ины вещи. въ ˫адра нищихъ ||=въложиша. (χρήματα) ЖФСт XII, 43 43 об.; понѥже отъ родитель даѥмыимъ въ даровъ мѣсто чадомъ. или о сътѩжаныихъ вещии… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη …   Dictionary of Greek

  • παρακαταθήκη — (Νομ.). Σύμβαση με την οποία ένα πρόσωπο, φυσικό ή νομικό, ονομαζόμενο θεματοφύλακας, παραλαμβάνει από ένα άλλο πρόσωπο (παρακαταθέτη) ένα κινητό πράγμα προς φύλαξη, με την υποχρέωση να το επιστρέψει μόλις ζητηθεί. Ως κινητά νοούνται όλα τα μη… …   Dictionary of Greek

  • πώληση — (Νομ.). Αμφοτεροβαρής ενοχική σύμβαση (ενοχή) που αποβλέπει στη μεταβίβαση της κυριότητας κινητού ή ακίνητου πράγματος ή δικαιώματος από ένα πρόσωπο (πωλητή) σε ένα άλλο (αγοραστή) αντί καταβολής ενός χρηματικού, κατά κύριο τουλάχιστον λόγο,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”